Όπως και στις δηλώσεις του if, το switch…case ελέγχει τη ροή των προγραμμάτων επιτρέποντας στους προγραμματιστές να καθορίσουν διαφορετικό κώδικα που πρέπει να εκτελεστεί σε διάφορες περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, μια δήλωση switch συγκρίνει την τιμή μιας μεταβλητής με τις τιμές που ορίζονται σε περιπτώσεις δηλώσεων. Όταν βρεθεί μια περίπτωση συνθήκης η τιμή της οποίας ταιριάζει με αυτό της μεταβλητής, τότε στην περίπτωση αυτή εκτελείται ο αντίστοιχος κώδικας της εν λόγω συνθήκης.
Η λέξη-κλειδί break εξέρχεται από τη δήλωση switch και ουσιαστικά χρησιμοποιείται στο τέλος της κάθε περίπτωσης. Χωρίς την δήλωση break, η συνθήκη switch θα συνεχίσει να εκτελεί τις ακόλουθες εκφράσεις («αποτυχία εκτέλεσης») μέχρι το break ή όταν φτάσει στο τέλος της συνθήκης switch.
Παράδειγμα
switch (var) {
case 1:
//do something when var equals 1
break;
case 2:
//do something when var equals 2
break;
default:
// if nothing else matches, do the default
// default is optional
break;
}
Σημείωση
Σημειώστε ότι, η οποιαδήποτε δήλωση μεταβλητών μέσα σε μια συνθήκη, απαιτεί την χρήση των άγκιστρων. Ακολουθεί ένα σχετικό παράδειγμα.
switch (var) {
case 1:
{
//do something when var equals 1
int a = 0;
.......
.......
}
break;
default:
// if nothing else matches, do the default
// default is optional
break;
}
Σύνταξη
switch (var) {
case label:
// statements
break;
case label:
// statements
break;
default:
// statements
break;
}
Παράμετροι
var: μεταβλητή η τιμή της οποίας συγκρίνεται σε διάφορες περιπτώσεις.
label: τιμή σύγκρισης της μεταβλητής.
Επιστροφή στην σελίδα Παραπομπές Γλώσσας
